διαπασών

Greek Monolingual

(ορθότερο: διά πασών), η, το (Α διαπασῶν)
1. η όγδοη μουσική νότα (ντο 1 - ντο 2)
2. μουσικό διάστημα μιας κλίμακας, η ογδόη
νεοελλ.
1. φρ. «επιστόμιο διαπασών» — μικρό μουσικό όργανο με επικρουστική γλωττίδα
2. οξύτατος τόνος (φωνής ή οργάνου)
3. το αποκορύφωμα προσπάθειας, το έπακρο
4. τα δύο κλειδιά του αρμονίου (εκκλησιαστικού οργάνου) («κλειστή διαπασών, ανοικτή διαπασών»).