γλωττίδα
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
η (AM γλωττίς) γλώττα
1. μικρή γλώσσα
2. στόμιο πνευστού μουσικού οργάνου και κυρίως του αυλού, όπου εισάγεται το μικρό καλάμι
νεοελλ.
1. βέλος ζυγού που δείχνει την ισορροπία
2. απόφυση στη βάση τών φύλλων μερικών φυτών·