διαπεραιώνω

Greek Monolingual

(Α διαπεραιῶ, -όω)
1. διαπορθμεύω, μεταφέρω στο απέναντι μέρος
2. διακομίζω από τη μια όχθη στην απέναντι
αρχ.
1. διαβαίνω, περνώ
2. φρ. «διεπεραιώθη ξίφη» — τα ξίφη βγήκαν απ' τις θήκες τους.