διαρκώ

Greek Monolingual

(AM διαρκῶ, -έω)
γίνομαι ή υπάρχω για αρκετό χρόνο, συνεχίζομαι, εξακολουθώ
μσν.
παραμένω σε κάποιο αξίωμα
αρχ.
1. επαρκώ, είμαι αρκετός
2. ανταποκρίνομαι στις ανάγκες κάποιου
3. αντέχω.