διατίμηση
Greek Monolingual
η (AM διατίμησις) διατιμώ
νεοελλ.
ο καθορισμός από την αρμόδια κρατική υπηρεσία του ανώτατου ορίου της τιμής τών εμπορευμάτων για τον πωλητή
2. ο καθορισμός αμοιβής για παρεχόμενη εργασία
3. πίνακας όπου αναγράφονται από την αρμόδια κρατική αρχή οι καθορισμένες τιμές πωλήσεως ειδών πρώτης ανάγκης
αρχ.-μσν.
εκτίμηση, καθορισμός της χρηματικής αξίας
αρχ.
ο καθορισμός τών φόρων.