διατιμώ
From LSJ
Greek Monolingual
(AM διατιμῶ, -άω) τιμώ
ορίζω την τιμή ενός εμπορεύματος
νεοελλ.
1. επιβάλλω διατίμηση
2. (μτχ. παρακμ. ως ουσ.) διατιμημένος, -η, -ο
α) εκείνος του οποίου έχει αποτιμηθεί η αξία
β) (για εμπορεύματα) αυτός στον οποίο έχει επιβληθεί διατίμηση
αρχ.
1. δεν αποδίδω πια τιμές, δεν τιμώ στο εξής
2. μέσ. διατιμώμαι
κάνω αποτίμηση, ορίζω την τιμή, εκτιμώ.