v. διεισδύνω.
(Α διεισδύω και διεισδύνω) εισδύωεισχωρώ, χώνομαι μέσα σε κάτι διαπερνώντας τονεοελλ.1. κρύβομαι, τρυπώνω2. εμβαθύνω.