διεκθλίβω

Spanish (DGE)

fig. oprimir en v. pas. ἡμᾶς διὰ τῆς ... ἐπιπόνου ὁδοῦ διεκθλιβομένους Ps.Caes.211.11.

Greek Monolingual

εκθλίβω
αναγκάζω κάτι με πίεση να περάσει μέσα από κάτι άλλο.