διευθέτησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, good order, Eust.26.27.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ buena ordenación τῶν ὅπλων Eust.26.27, cf. 123.13.

German (Pape)

ἡ, gute Anordnung, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

διευθέτησις: -εως, ἡ, τακτοποίησις, τάξις, Εὐστ. 26. 27.

Greek Monolingual

η (Μ διευθέτησις) διευθετώ
τοποθέτηση κάθε πράγματος στη θέση του, τακτοποίηση
νεοελλ.
1. διακανονισμός ενός ζητήματος μετά από άρση τών δυσχερειών
2. «έργα διευθετήσεως» — μεταλλευτικά έργα συμπληρωματικά τών κυρίως ερευνητικών (συγκοινωνίες, μεταφορές κ.λπ.)
μσν.
(για αστέρια) η σχετική θέση.