διομολογώ
Greek Monolingual
διομολογῶ (-έω) (AM) ομολογώ
συμφωνώ, συγκατανεύω, κλείνω συμφωνία
αρχ.-μσν.
αναγνωρίζω πλήρως, ομολογώ
αρχ.
(-οῦμαι) συμφωνώ με κάποιον σ' ένα ζήτημα.
διομολογῶ (-έω) (AM) ομολογώ
συμφωνώ, συγκατανεύω, κλείνω συμφωνία
αρχ.-μσν.
αναγνωρίζω πλήρως, ομολογώ
αρχ.
(-οῦμαι) συμφωνώ με κάποιον σ' ένα ζήτημα.