διοχέτευση
Greek Monolingual
η διοχετεύω
1. μεταφορά ή μεταβίβαση υγρού ή αερίου με τη βοήθεια οχετού
2. μεταβίβαση χωρίς τη μεσολάβηση αγωγού (π.χ. με καλώδιο)
3. φρ. «διοχέτευση ειδήσεων, πληροφοριών κ.λπ.» — παροχή επιλεκτική ή κρυφή.
η διοχετεύω
1. μεταφορά ή μεταβίβαση υγρού ή αερίου με τη βοήθεια οχετού
2. μεταβίβαση χωρίς τη μεσολάβηση αγωγού (π.χ. με καλώδιο)
3. φρ. «διοχέτευση ειδήσεων, πληροφοριών κ.λπ.» — παροχή επιλεκτική ή κρυφή.