διπλωμάτης

Greek Monolingual

ο (θηλ. διπλωμάτις και διπλωμάτισσα, η)
1. επίσημος αντιπρόσωπος μιας κυβέρνησης σε ξένη χώρα
2. ανώτερος υπάλληλος που ασχολείται με εξωτερικές υποθέσεις του κράτους
3. ο επιδέξιος σε συζητήσεις, συνεννοήσεις, συναλλαγές
4. ανειλικρινής, κρυψίνους, διπρόσωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. diplomate < diplome < λατ. diploma < (αρχ. ελλ.) δίπλωμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Σ. Α. Κουμανούδη].