Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
διόδια
Greek Monolingual
τα (AM δίοδιον) τέλη που καταβάλλονται για τη διάβαση πύλης, ποταμού, γέφυρας, διώρυγας κ.λπ. από μεταφορικά μέσα ή ανθρώπους αρχ.-μσν. πέρασμα, στενωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. διόδια πληθ. του διόδιον<δι (α)- +όδιον, ουδ. του επιθ. όδιος<οδός].