διώξιμο

Greek Monolingual

το
εκδίωξη, αποπομπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σχηματίστηκε από το θ. του μέλλοντα διώξω (του ρ. διώκω) + (κατάλ.) -ιμο (πρβλ. γράφω-γράψω-γράψιμο)].