δογματισμός
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
principio doctrinal, dogma op. δόξη Vett.Val.236.9 (cód., cf. δειγματισμός), ἐν κεφαλαίῳ τῶν Ὠριγένους δογματισμῶν Epiph.Const.Haer.64.18.1, cf. Meth.Res.1.26, ὁ θεῖος δ. Leont.Const.Hom.11.132.
Greek Monolingual
ο (AM δογματισμός) δογματίζω
νεοελλ.
1. (φιλοσ.) φιλοσοφία που στηρίζεται στη δυνατότητα γνώσεως με τη λογική δύναμη χωρίς να ελέγχονται τα όρια της
2. αποφθεγματική διατύπωση αξιωμάτων χωρίς αιτιολόγηση ή απόδειξη
αρχ.-μσν.
διδασκαλία για τα δόγματα.