δοκίδα
Greek Monolingual
η (AM δοκίς) δοκός
μικρό δοκάρι
νεοελλ.
1. γυμναστικό όργανο για αναρρίχηση
2. οριζόντιο ξύλινο κομμάτι που αποτελεί μέρος του πλαισίου μιας ξύλινης κατασκευής ή υποστήριγμα σανιδώματος ή πλακόστρωτου
3. ξύλινο ή μεταλλικό στέλεχος, κάθετο προς τα κύρια στοιχεία μιας κατασκευής
αρχ.
1. είδος πολιορκητικής μηχανής, χελώνη ορυκτρίς
2. είδος μετεώρου.