δολοφραδής
English (LSJ)
δολοφραδές, wily-minded, h.Merc.282, Pi.N.8.33.
Spanish (DGE)
(δολοφρᾰδής) -ές
de mente falaz, marrullero de Hermes h.Merc.282, πάρφασις Pi.N.8.33, δολοφραδέες ... μενοιναὶ ... Κρονίδαο pérfidos designios del Crónida Nonn.D.2.27.
German (Pape)
[Seite 655] ές, List ersinnend, listig; H. h. Merc. 282; πάρφασις Pind. N. 8, 33.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui médite des ruses.
Étymologie: δόλος, φράζομαι.
Russian (Dvoretsky)
δολοφρᾰδής: HH Pind. = δολοφρονέων.
Greek (Liddell-Scott)
δολοφρᾰδής: -ές, ἔχων φρονήματα δόλια, δόλους διανοούμενος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 282, Πίνδ. Ν. 8. 56.
English (Slater)
δολοφρᾰδής with treacherous thoughts πάρφασις αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος, δολοφραδής, κακοποιὸν ὄνειδος (N. 8.33)
Greek Monolingual
δολοφραδής, -ές (Α)
ο έμπειρος στους δόλους, αυτός που σκέπτεται δόλια.
Greek Monotonic
δολοφρᾰδής: -ές (φράζω), πανούργος, δόλιος στο μυαλό, σε Ομηρ. Ύμν.