δρασκελίζω
Greek Monolingual
και δρασκελώ (-άω) (Μ δρασκελίζω και δρασκελεύω και δρασκαλεύω)
1. διαβαίνω πάνω από κάτι έχοντας τα σκέλη ανοιχτά
2. μετρώ απόσταση με διασκελισμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. δρασκελίζω < διασκελίζω < αρχ. διασκελίζομαι
δρασκελώ < δρασκαλεύω < δρασκελεύω < αρχ. διασκελίζομαι.