δροσολογώ

Greek Monolingual

και -άω (μέσ. -ιέμαι και -ιούμαι)
1. δροσίζω, ραντίζω με δροσιά, υγραίνω
2. γίνομαι δροσερός, φέρνω δροσιά («ο καιρός άρχισε να δροσολογάει»)
3. δροσολογούμαι
αισθάνομαι ευχάριστο αίσθημα δροσιάς.