δυσέρημος
English (LSJ)
δυσέρημον, very lonely, desolate, πάγος AP9.561 (Phil.).
Spanish (DGE)
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
(relégué) dans une triste solitude (village), désolé.
Étymologie: δυσ-, ἔρημος.
Russian (Dvoretsky)
δυσέρημος: совершенно уединенный, заброшенный, глухой (πάγος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσέρημος: -ον, παντελῶς ἔρημος, μεμονωμένος, «παντέρημος», πάγος Ἀνθ. Π. 9. 561.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
δυσέρημος: -ον, μοναχικός, έρημος, απομονωμένος, παντέρημος, σε Ανθ.
Middle Liddell
δυσ-έρημος, ον
very lonely, desolate, Anth.