δυσμήνιτος

English (LSJ)

δυσμήνιτον, = δύσμηνις (wrathful), δένδρεα AP 7.141 (Antiphil.) ; ψυχαί Ptol. Tetr. 159 (-ίτας).

Spanish (DGE)

(δυσμήνῑτος) -ον
irritado, furioso fig. δένδρεα AP 7.141 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 684] δένδρεα Antiphil. 37 (VII, 141), sehr verhaßt.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. δύσμηνις.

Russian (Dvoretsky)

δυσμήνῑτος: пораженный (чьим-л.) гневом (δένδρα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσμήνῑτος: -ον, ἐφ’ ὃν ἐπιπίπτει μεγάλη ὀργή, δυσμίσητος, Ἀνθ. Π. 7. 141.

Greek Monolingual

δυσμήνιτος, -ον (Α)
εκείνος στον οποίο πέφτει μεγάλη οργή.

Greek Monotonic

δυσμήνῑτος: ον (μηνίω), αυτός πάνω στον οποίο πέφτει μεγάλη οργή, πολυμίσητος, αδυσώπητος, σε Ανθ.

Middle Liddell

δυσ-μήνῑτος, ον μηνίω
visited by heavy wrath, Anth.