δυσνοέω
English (LSJ)
to be ill-affected, τινί LXX 3 Ma.3.24, Plu.Cic.38.
Spanish (DGE)
1 ser desfavorable c. dat. ἡμῖν LXX 3Ma.3.24, τοῖς ἡμετέροις πράγμασι LXX Es.3.13e, Καίσαρι Plu.Cic.38, 2.205d.
2 en v. med.-pas. ser difícil de entender δυσνοούμενον ζήτημα ref. a Dios, Secund.Sent.3.
German (Pape)
[Seite 684] übel, feindlich gesinnt sein, τινί, Plut. Cic. 38.
French (Bailly abrégé)
δυσνοῶ :
seul. prés.
être hostile à, en vouloir à.
Étymologie: δύσνοος.
Russian (Dvoretsky)
δυσνοέω: питать неприязнь, враждебно относиться (τινι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσνοέω: ἔχω κακὴν διάθεσιν, κακῶς διάκειμαι πρός τινα, τινι Πλούτ. Κικ. 38.
Greek Monotonic
δυσνοέω: μέλ. -ήσω (δύσνοος), έχω κακή διάθεση, βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση, εχθρεύομαι, μισώ, τινι, σε Πλούτ.