δύσθετος

English (LSJ)

δύσθετον, (τίθημι)
A in bad case, κακόν Ph.1.97; τὸ δ. bad condition, J.AJ15.9.6.
II hard to set right, Hp.Fract.38 (Comp.).

Spanish (DGE)

-ον
I 1difícil de colocar o enderezar de dislocaciones, Hp.Fract.38
fig. difícil de situar κακόν Ph.1.97.
2 difícil πρυτανεύσαντα ἐν δυσθέτῳ καιρῷ siendo prítanis en un período de dificultades, SEG 28.1217 (Balbura II/III d.C.)
neutr. subst. τὸ δ. la mala situación τῆς χώρας I.AI 15.334.
II que no está bien situado, descolocado Hsch.s.u. ἀστρηνές.

German (Pape)

[Seite 681] 1) in schlechter Lage, in übler Stimmung, Hesych.; τὸ δύσθετον, üble Lage, Ios. – 2) Bei Hipp. = schwer einzurichten, wie δυσέμβολος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 difficile à placer, à remettre;
2 mal disposé.
Étymologie: δυσ-, τίθημι.

Greek (Liddell-Scott)

δύσθετος: -ον, (τίθημι) ὁ ἐν κακῇ καταστάσει ὤν, τὸ δ., κακὴ κατάστασις, Ἰώσηπ. Α. Ι. 15. 9, 6. ΙΙ. δυσέμβλητος, δυσκόλως ἀποκαθιστάμενος, ὀστέα Ἱππ. Ἀγμ. 776.

Greek Monotonic

δύσθετος: -ον (τίθημι), αυτός που βρίσκεται σε κακή, άσχημη κατάσταση, θέση.

Middle Liddell

δύσ-θετος, ον τίθημι
in bad case.