δύσνιπτος
English (LSJ)
δύσνιπτον, hard to wash out, δ. ἐκ δέλτου γραφή S.Tr.683.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de borrar χαλκῆς ... δ. ἐκ δέλτου γραφή S.Tr.683.
German (Pape)
[Seite 684] schwer wegzuwaschen, zu vertilgen, ἐκ δέλτου γραφή Soph. Tr. 680.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à effacer en lavant.
Étymologie: δυσ-, νίπτω.
Russian (Dvoretsky)
δύσνιπτος: трудно смываемый (ἐκ δέλτου γραφή Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
δύσνιπτος: -ον, δυσκόλως διὰ νίψεως ἀφαιρούμενος, δυσεξάλειπτος, δ. ἐκ δέλτου γραφὴ Σοφ. Τρ. 683.
Greek Monolingual
δύσνιπτος, -ον (Α)
αυτός που εξαλείφεται δύσκολα με το πλύσιμο.
Greek Monotonic
δύσνιπτος: -ον (νίζω), δύσκολος στο να τον ξεπλύνει κάποιος, σε Σοφ.
Middle Liddell
English (Woodhouse)
indelible, hard to erase, hard to rub out, not to be erased, not to be expunged, not to be washed out