εγγενής
Greek Monolingual
-ές (AM ἐγγενής, -ές)
1. εγχώριος, ντόπιος («ἐγγενὴς Θηβαῖος»)
2. (για ιδιότητες) σύμφυτος ή εκ γενετής (α. «εγγενής ανωμαλία» β. «εγγενείς δυσχέρειες» γ. «σφίσιν ἐγγενὲς ἔμεν ἀγαθοῖς» — γιατί από το φυσικό τους είναι γενναίοι)
αρχ.
1. συγγενής, από την ίδια γενιά
2. αυτός που αναφέρεται σε όλη την οικογένεια («πόνος ἐγγενής», «τἀγγενῆ κακά»).