η (AM ἐγγύησις) εγγυώχρηματικό ποσό ή άλλη εξασφάλιση που δίνει κάποιος για υποχρέωση που αναλαμβάνειαρχ.1. η πράξη του εγγυώμαι2. μνηστεία.