εισηγούμαι

Greek Monolingual

(AM εἰσηγοῦμαι, -έομαι)
προτείνω, συνιστώ, υποδεικνύω
αρχ.
1. οδηγώ, βάζω μέσα
2. παρουσιάζω κάτι νέο
3. συμβουλεύω
4. παριστάνω σε κάποιον ότι
5. αφηγούμαι, εκθέτω.