(Α ἐκθειάζω και ἐκθειῶ, -όω)εξαίρω με επαίνους, εγκωμιάζωαρχ.1. θεοποιώ, αποθεώνω2. τοποθετώ κάποιον σε ίση μοίρα με τους θεούς, λατρεύω ως θεό3. (για πράγμ.) καθιστώ κάτι αντικείμενο λατρείας.