ἐκθειάζω
Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
English (LSJ)
A make a god of, deify, Luc.Tox.2, S.E.M.9.35 (Pass.), Hdn.4.2.1: metaph., τοὺς Αἰγυπτίους ὡς ἀρχαίους Herm. in Phdr. p.199A.; worship as a god, τὰ θνητά Plu.Rom.28, cf. Ptol.Tetr.123, Jul.Gal.155d; τὴν φύσιν Vett. Val.251.28; τὴν Ὁμήρου σοφίαν ἐκτεθείακεν αἰὼν ὁ σύμπας Heraclit.All.79.
II of things, treat or regard as supernatural, Plu.Sert.11, Hdn.1.14.6 (Pass.).
Spanish (DGE)
I 1venerar como divino, considerar divino, divinizar c. ac. de abstr. y cosas πλοῦτον ἀόριστον Longin.44.7, τὴν τῆς Τύχης ... δύναμιν Plu.2.281d, τὰ κοινὰ καὶ διήκοντα ταῖς χρείαις Plu.2.685b, ἐκθειάζοντες τὰ θνητὰ τῆς φύσεως ἅμα τοῖς θείοις Plu.Rom.28, τὴν Ὁμήρου σοφίαν Heraclit.All.79, τὴν φύσιν Vett.Val.240.25, τὰς βίβλους e.d. la Biblia Iust.Phil.M.Coh.Gr.13, cf. 37.2, τῶν ἀστέρων τὰς κινήσεις Clem.Al.Protr.2.26, γῆν Clem.Al.Protr.5.64, τὸν ναόν Origenes Io.10.34.218, τὰ βρώματα καὶ τὰ πόματα Origenes Hom.7.3 in Ier., παρθενίαν Hld.2.33.5, cf. 8.2.1, de una cualidad impropia de Dios, Iul.Gal.30.155d, en v. pas. (Πυθαγόρου πλάσματα καὶ ποιήματα) ἐξεθειάζετο ... ὥστε εἰς ὅρκου σχήματα περιίστατο Iambl.VP 162
•c. ac. de pers. divinizar a ὑπὸ μεγέθους τῆς ἀρχῆς ἐκθειάζων ἑαυτόν I.AI 18.256, Ὀρέστην καὶ Πυλάδην Luc.Tox.8, cf. 2, App.BC 2.144, al emperador Cómodo, Hdn.1.7.5, cf. 4.3.1, ἡ ... διδασκαλία ... τὸν δημιουργὸν ἐκθειάζει la doctrina reconoce como Dios al creador Clem.Al.Strom.1.11.52, τὸν Θεαγένην Hld.10.29.1, τοὺς κατ' αὐτὸν ἀποστολικοὺς ἄνδρας Eus.HE 2.17.2, τοὺς περὶ Δία καὶ Ῥέαν καὶ Ἥραν Epiph.Const.Haer.33.8.10, (ὁ Πλάτων) ἐκθειάζει τοὺς Αἰγυπτίους ὡς ἀρχαίους Herm.in Phdr.199, en v. pas. τοὺς παρὰ μὲν τὸν τῆς ζωῆς χρόνον ἐκθειασθέντας (ἡγεμόνας) S.E.M.9.35, cf. Hdn.6.1.4
•de anim., a una cervatilla, Plu.Sert.11, en v. pas. ἄλλα παρ' ἄλλοις τῶν ζῴων ἐκθειάζεται en cada sitio son divinizados animales diferentes Hld.2.27.3
•part. neutr. subst. τὰ ἐκθειαζόμενα los (animales) divinizados Ptol.Tetr.3.9.2.
2 considerar divino o sobrenatural c. compl. sobreentendido πάντες πρὸς ἑαυτοὺς ἐξεθείαζον todos ponderaban entre sí como sobrenatural la conversión de Pablo, Ast.Am.Hom.8.25.3
•c. interr. indir. ἐκθειάζων ὡς ἐσώθη Ach.Tat.6.13.2
•en v. pas. τὸ πᾶν ἔργον Hdn.1.14.6.
II en v. med.-pas. consagrarse a Dios ὅταν ... ἡ ψυχὴ ... ἐξαπλωθῇ καὶ ἐκθειασθῇ Ph.1.96.
German (Pape)
[Seite 760] vergöttern, zu einem Gotte machen, Luc. Toz. 2 Hdn. 4, 2, 1; wie einen Gott verehren, τα θνητά Plut. Rom. 28, a. Sp. Übh. = preisen, erheben, κάλλος, παρθενίαν, Heliod. u. A.
French (Bailly abrégé)
1 diviniser, consacrer comme dieu;
2 regarder comme être divin ou comme chose divine, acc..
Étymologie: ἐκ, θειάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκθειάζω: обоготворять, обожествлять (τινά и τι Luc., Plut., Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκθειάζω: θεοποιῶ, Λουκ. Τόξαρ. 2, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 35. λατρεύω ὡς θεόν, Πλουτ. Ρωμ. 28. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, κάμνω τι ἀντικείμενον θρησκείας, Λατ. in religionem vertere, ὁ αὐτ. Σερτώρ. 11· ἐν γένει, ἐπαινῶ, ἐγκωμιάζω, «ἐκθειάσαι, ἐπαινέσαι» Ἡσύχ., «ἐκθειάσαι, θαυμάσαι» Ζωναρ. σ. 666.
Greek Monolingual
(Α ἐκθειάζω και ἐκθειῶ, -όω)
εξαίρω με επαίνους, εγκωμιάζω
αρχ.
1. θεοποιώ, αποθεώνω
2. τοποθετώ κάποιον σε ίση μοίρα με τους θεούς, λατρεύω ως θεό
3. (για πράγμ.) καθιστώ κάτι αντικείμενο λατρείας.
Greek Monotonic
ἐκθειάζω: μέλ. -σω·
I. θεοποιώ, αποθεώνω, σε Λουκ.· λατρεύω ως θεό, σε Πλούτ.
II. λέγεται για πράγματα, κάνω κάτι αντικείμενο θρησκείας, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. σω
I. to make a god of, deify, Luc.: to worship as a god, Plut.
II. of things, to make matter of religion, Plut.
Mantoulidis Etymological
(=θεοποιῶ, ἀποθεώνω, ἐγκωμιάζω). Σύνθετο ἀπό τό ἐκ + θεῖον. Παράγωγο: ἐκθειασμός (=θεομανία).