αποθεώνω
From LSJ
Greek Monolingual
(AM ἀποθεῶ, -όω)
θεοποιώ κάποιον, από θνητό τον μεταβάλλω σε αθάνατο
νεοελλ.
1. αποδίδω σε κάποιον θεϊκές τιμές, τον τιμώ σαν θεό
2. εκθειάζω, εξυμνώ, περιβάλλω με δόξα
3. υποδέχομαι κάποιον με μεγάλο ενθουσιασμό, τον ζητωκραυγάζω
4. ταλαιπωρώ μέχρι θανάτου, σκοτώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + θεώ < θεός.