εκκεντώ

Greek Monolingual

(-έω) (AM ἐκκεντῶ)
εξορύσσω, βγάζω έξω
νεοελλ.
με αιχμηρό όργανο τρυπώ το δέρμα ώσπου να αιμορραγήσει
αρχ.
1. διατρυπώ, διαπερνώ
2. σφάζω, μαχαιρώνω
3. σκοτώνω, ξεκάνω
4. τσιμπώ.