εκφαίνω

Greek Monolingual

(AM ἐκφαίνω)
φέρνω στο φως, φανερώνω, εκδηλώνω, αποκαλύπτω
μσν.
(με αιτ. προσ.) προβαίνω σε αποκαλύψεις σε βάρος κάποιου
αρχ.
1. (για τα μάτια) αστράφτω, λάμπω («ἐν δὲ οἱ ὄσσε δεινὸν ἐξεφάανθεν» — τα μάτια του έλαμψαν φοβερά, Όμηρ.)
2. παρουσιάζω («εἰ μὴ τὸν αὐτόχειρα... ἐκφανεῖτ' ἐς ὀφθαλμοὺς ἐμούς» — αν δεν παρουσιάσετε τον δράστη μπρος στα μάτια μου, Σοφ.)
3. διευκρινίζω
4. (για πράγματα, καταστάσεις) γνωστοποιώ, φανερώνω, αποκαλύπτω
5. δείχνω απροκάλυπτα
6. κηρύσσωἐκφαίνω πόλεμον»).