η1. η ενέργεια του εκχυλίζω, η εξαγωγή χυλού από φυτό ή καρπό κ.λπ., χύλωση, χυλοποίηση, χύλωμα2. χημ. η διάλυση με κατάλληλο διαλυτικό υγρό και παραλαβή ορισμένων συστατικών ενός μίγματος, αλλιώς εξίκμαση.