ελεός

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἐλεός)
πτηνό της οικογένειας τών γλαυκιδών, γλαυξ η βραχύωτος, κλαψοπούλι
αρχ.
τραπέζι όπου ο μάγειρας κόβει το κρέας.