η (Α ἐμπέδωσις)1. σταθεροποίηση, παγίωση («εμπέδωση του μαθήματος», «εμπέδωση της καταστάσεως»)2. (στη μαιευτική) το πέρασμα του κεφαλιού του κυήματος από το ανώτερο στόμιο της πυέλουαρχ.διατήρηση, φύλαξη.