εμπορία
Greek Monolingual
η (Α εμπορία και ιων. τ. έμπορίη)
1. εμπόριο (ιδίως μέσω της θάλασσας), συναλλαγές, δοσοληψίες
2. η άσκηση του εμπορικού επαγγέλματος, η τέχνη ή η εργασία του εμπόρου
αρχ.
1. εντολή, παραγγελία εμπορική
2. εμπόρευμα, πραμάτεια
3. στον πληθ. εμπορικές επιχειρήσεις («τάς τ' ἐμπορίας τὰς κερδαλέας», Αριστοφ.)
4. φρ. α) «κατ' ἐμπορίαν καὶ κατὰ θεωρίαν» — για να κάνουν εμπόριο και για να ιδούν
β) «ἐμπορίας ἕνεκα» — χάριν εμπορίου, για να εμπορευθούν.