εναντία

Greek Monolingual

ἐναντία και ἐναντίον (AM)
1. (με γεν.) απέναντι
2. (με δοτ. με εχθρ. σημ.) εναντίον κάποιου («ἐναντία τοῖς Λακεδαιμονίοις», Ξεν.)
3. (με άρθρο) τἀναντία
αντίθετα («oἱ δὲ Ἕλληνες τἀναντία στρέψαντες ἔφευγον», Ξεν.).