ενοχοποιώ

Greek Monolingual

(AM ἐνοχοποιῶ, -έω)
καθιστώ, θεωρώ, χαρακτηρίζω κάποιον ένοχο
μσν.
1. αναλαμβάνω την υποχρέωση
2. είμαι υπεύθυνος για κάποιον.