ἐντρέχεια, η (AM)1. άσκηση, δεξιότητα, ικανότητα για κάτι2. φρ. «ἐντρέχειαι τῶν ζῴων» — φυσικές ορμές, ένστικτα3. γεν. ένστικτο4. τρόπος επεξεργασίας ενός προϊόντος («μετήνεγκαν τὴν ἰουδαϊκὴν ἐντρέχειαν... τοῦ φοίνικος», Στράβ.).