εντρέχεια

Greek Monolingual

ἐντρέχεια, η (AM)
1. άσκηση, δεξιότητα, ικανότητα για κάτι
2. φρ. «ἐντρέχειαι τῶν ζῴων» — φυσικές ορμές, ένστικτα
3. γεν. ένστικτο
4. τρόπος επεξεργασίας ενός προϊόντος («μετήνεγκαν τὴν ἰουδαϊκὴν ἐντρέχειαν... τοῦ φοίνικος», Στράβ.).