εξάγγελος

Greek Monolingual

ο (AM ἐξάγγελος)
αυτός που αναγγέλλει, που ανακοινώνει κάτι, ο αγγελιαφόρος, ο διαγγελέας
1. αυτός που διηγείται στους ηθοποιούς που βρίσκονται στη σκηνή, και επομένως και στους θεατές, όσα συμβαίνουν ή συνέβησαν μέσα στο ανάκτορο ή στον οίκο, πίσω από τη σκηνή
αντίθετα, ο άγγελος φέρνει αγγελίες από μακριά
2. αυτός που αναγγέλλει, γνωστοποιεί κάτι στους έξω, στους ξένους, προδίδει μυστικά, καταδότης, προδότης, κατάσκοπος.