εξάλλομαι

Greek Monolingual

ἐξάλλομαι (Α) άλλομαι
1. πηδώ προς τα εμπρός («ἐμμεμαὼς (λέων) βαθέως ἐξάλλεται αὐλῆς», Ομ. Ιλ.)
2. τινάζομαι από τη θέση μου
3. (για ψάρι) πηδώ έξω από το νερό
4. (για μέλος του σώματος) εξαρθρώνομαι
5. (για τροχό) τινάζομαι έξω από τον άξονα
6. (για άλογα) στέκομαι όρθιος στα πίσω πόδια
7. πρήζομαι, εξογκώνομαι
9. καταφεύγω («πρὸς τὸ πρῶτον ἐκεῖνο... ἐξάλλονται», Πλούτ.).