εξάσημος
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἑξάσημος, -ον)
1. (μετρ.) ο μετρικός πους που αποτελείται από έξι χρόνους ή έξι βραχείες συλλαβές, αλλιώς εξάχρονος
2. (βυζ. μουσ.) ρυθμικός πους που αποτελείται από έξι χρόνους και παρουσιάζεται είτε με τρία δίσημα είτε με δύο τρίσημα μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έξι + -σημος (< σήμα)].