ἑξάσημος

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑξάσημος Medium diacritics: ἑξάσημος Low diacritics: εξάσημος Capitals: ΕΞΑΣΗΜΟΣ
Transliteration A: hexásēmos Transliteration B: hexasēmos Transliteration C: eksasimos Beta Code: e(ca/shmos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, of six times, συζυγία Heph.14.1; ῥυθμοί Aristid. Quint.1.14.

Spanish (DGE)

-ον
métr. y mús. que tiene seis tiempos o unidades ἑ. μέγεθος del pie yámbico y dactílico, Aristox.Rhyth.34, ῥυθμοί Aristid.Quint.34.24, συζυγία Heph.14.1, cf. Anon.Bellerm.97.

German (Pape)

[Seite 873] aus 6 Zeichen, sechs Moren bestehend, Music., wie Schol. Soph. Ai. 1174.

Russian (Dvoretsky)

ἑξάσημος: стих. состоящий из шести мор или шести кратких слогов.

Greek (Liddell-Scott)

ἑξάσημος: -ον, ὁ ἔχων ἓξ χρόνους ἢ ἓξ βραχείας συλλαβάς, ὃ (τὸ Ἀλκαϊκὸν ἑνδεκασύλλαβον) τὴν μὲν πρώτην συζυγίαν ἔχει ἰαμβικήν, ἤτοι ἑξάσημον ἢ ἑπτάσημον Ἡφαιστ. 14. 3· πρβλ. Δράκοντα σ. 125. 12, ἔκδ. Ἑρμάννου (1812).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἑξάσημος, -ον)
1. (μετρ.) ο μετρικός πους που αποτελείται από έξι χρόνους ή έξι βραχείες συλλαβές, αλλιώς εξάχρονος
2. (βυζ. μουσ.) ρυθμικός πους που αποτελείται από έξι χρόνους και παρουσιάζεται είτε με τρία δίσημα είτε με δύο τρίσημα μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έξι + -σημος (< σήμα)].