Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
και ξανοίγω (AM ἐξανοίγω, Μ και ξανοίγω)νεοελλ.1. βλέπω, διακρίνω, παρατηρώ2. (για ατμοσφαιρ. κατάσταση) αιθριάζω, ξανοίγωαρχ.-μσν.ανοίγω, ανοίγω εντελώς («ἐξανοιγέσθωσαν τάφοι», Κων. Πορφ.)αρχ.παραλύω, αποσυνθέτω, εξουδετερώνω.