εξανοίγω

Greek Monolingual

και ξανοίγω (AM ἐξανοίγω, Μ και ξανοίγω)
νεοελλ.
1. βλέπω, διακρίνω, παρατηρώ
2. (για ατμοσφαιρ. κατάσταση) αιθριάζω, ξανοίγω
αρχ.-μσν.
ανοίγω, ανοίγω εντελώς («ἐξανοιγέσθωσαν τάφοι», Κων. Πορφ.)
αρχ.
παραλύω, αποσυνθέτω, εξουδετερώνω.