(Α αἰθριάζω) νεοελλ.(για τον ουρανό και τον καιρό) γίνομαι αίθριος, ξαστερώνωαρχ.1. κάνω τον ουρανό αίθριο, ξάστερο2. βρίσκομαι στο ύπαιθρο.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰθρία. ΠΑΡ νεοελλ. αιθρίαση, αιθρίασμα].