Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ξανοίγω

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167

Greek Monolingual

ξανοίγω)
βλέπω, διακρίνω
νεοελλ.
1. εκτείνω, εξαπλώνω
2. (σχετικά με μαλλί, νήμα, βαμβάκι) ανοίγω, απλώνω («ξάνοιξα τα μαλλιά να στεγνώσουν»)
3. βλέπω, αντιλαμβάνομαι, εντοπίζω (α. «όπου στραφεί το μάτι σου ξανοίγει εδώ κορμιά, εκεί κορμιά στρωμένα», Γρυπ. β. «πιο πέρα από τα κύματα το αχόρταγο το μάτι ξανοίγει έναν παράδεισο σε χώρα κάποιου ονείρου», Ζερβ.)
4. φαντάζομαι, βλέπω κάποιον με τη φαντασία μου, τον βλέπω μπροστά μου («κι ως εδεπά που σου μιλώ, εκεινονά ξανοίγω», Ερωτόκρ.)
5. μτφ. διαβλέπω, συμπεραίνω παρατηρώντας κάτι
6. (για χρώμα) γίνομαι ανοιχτότερος
7. αποκτώ σαφήνεια και καθαρότητα
8. (για καιρική κατάσταση) ξαστερώνω, αιθριάζω, βελτιώνομαι, καλοσυνεύω («ξάνοιξε ο ουρανός»)
9. κάνω γνωστό, φανερώνω
10. ζητώ να μάθω, ερευνώ, διερευνώ
11. πληροφορούμαι κάτι για κάποιον
12. παίρνω είδηση, καταλαβαίνω
13. παρακολουθώ, κατασκοπεύω κάποιον ή κάτι
14. αναγνωρίζω κάποιον
15. βλέπω από πριν, προβλέπω κάτι
16. μέσ. ξανοίγομαι
α) ανοίγω την καρδιά μου, εκμυστηρεύομαι, εξωτερικεύω τα αισθήματα μου
β) προβαίνω σε ενέργειες που υπερβαίνουν το μέτρο τών δυνάμεών μου ή το κοινό μέτρο («ξανοίχθηκε πολύ στις επιχειρήσεις του»)
γ) δαπανώ περισσότερα από όσα μού επιτρέπουν οι οικονομικές μου δυνατότητες
δ) (για πλοίο) πλέω προς το ανοιχτό πέλαγος
ε) διακινδυνεύω, τολμώ
17. φρ. α) «ξανοίγει η μέρα» — ξημερώνει
β) «ξανοίγω το φως μου» — ρίχνω το βλέμμα μου, κοιτάζω
μσν.
1. ξεχώνω, ξεθάβω κάποιον
2. ανιχνεύω, αναζητώ
3. ανακαλύπτω, βρίσκω κάποιον ή κάτι
4. σκέπτομαι, εξετάζω, φροντίζω, επιμελούμαι
5. (για άνεμο) πνέω προς κάποια κατεύθυνση
6. (για τόπο) (με την πρόθ. εἰς, σέ) βρίσκομαι απέναντι από...
7. μτφ. στρέφομαι, απευθύνομαι
8. έχω την ικανότητα να βλέπω
9. (για κόλπο ή λιμάνι) εκτείνομαι, απλώνομαι, πλαταίνω
10. κοιτάζω, παρατηρώ με προσοχή, βιγλίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ-ανοίγω, με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος (βλ. και επιτ. ξε-)].