εξελκούμαι

Greek Monolingual

(AM ἐξελκοῦμαι
Α ἐξελκῶ, -όω)
(για μέρη του σώματος) σχηματίζω έλκη, γίνομαι ελκώδης
αρχ.
ἐξελκῶ
προκαλώ τη δημιουργία έλκους.