επάνθημα
Greek Monolingual
το (Α ἐπάνθημα) επανθώ
νεοελλ.
(ορυκτ.) λεπτό απόθεμα ορυκτής ουσίας πάνω στην επιφάνεια πετρώματος
αρχ.
1. αυτό που βρίσκεται στην επιφάνεια σαν άνθος, το καλύτερο μέρος ενός πράγματος, ο ανθός, το κόσμημα («γέλως ὥσπερ τι ἐπάνθημα ὑπάρχων», Ιάμβλ.)
2. λεπτό λουλούδι
3. (μάθηματ.) τὰ ἐπανθήματα
οι ιδιότητες των αριθμών.