επέτειος

Greek Monolingual

η (AM ἐπέτειος, -ον και -ος, -ία, -ον)
νεοελλ.
η ημέρα κατά την οποία συμπληρώνεται χρόνος ή αριθμός ετών από τότε που συνέβη σημαντικό γεγονός («εθνική επέτειος»)
αρχ.-μσν.
1. αυτός που συμβαίνει, που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο («τήν ἐπέτειον ἐπικαρπίαν», Πλάτ.)
2. αυτός που ζει, διαρκεί ένα έτος («ἐπέτεια τὰ πολλὰ τῶν ἐντόμων», Αριστοτ.)
αρχ.
1. εφετινός
2. ευμετάβολος
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπέτεια
οι ετήσιες εισπράξεις της αθηναϊκής πολιτείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + έτ-ος + επίθημα -ειος (πρβλ. αέτειος, άρκτειος). Η νεοελληνική σημ. της λ. προήλθε από την αρχαιότερη «κάτι που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο»].