επίκοινος
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐπίκοινος, -ον) κοινός
1. αυτός που ανήκει συγχρόνως σε δύο ή περισσότερους, συντροφικός («ἐπίκοινον δὲ τῶν γυναικῶν τὴν μεῖξιν ποιεῡνται», Ηρόδ.)
2. γραμμ. φρ. «ἐπίκοινα ὀνόματα» — ουσιαστικά ονόματα ζώων, που με το ίδιο γραμματικό γένος δηλώνουν και τα δύο φύλα, όπως π.χ. ο αετός, ο κόραξ, η αηδών, η αλώπηξ
αρχ.
1. αυτός που ανήκει εξίσου σε μερικούς
2. αυτός που μετέχει κάπου με ίσα δικαιώματα («τλάμον
ἀμφὶ λέκτρων διδύμων ἐπίκοινον ἐοῦσαν», Ευρ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἐπίκοινα
α) από κοινού, συντροφικά
β) για όλους.
επίρρ...
ἐπικοίνως
1. από κοινού
2. και στα δύο γένη, με κοινό γένος.